- ἐπικριτική
- ἐπικριτικόςadjudicatoryfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπόμπευση — η (Μ διαπόμπευσις, εως) [διαπομπεύω] 1. ατιμωτική περιφορά ατόμου για χλευασμό, διασυρμός 2. δημόσια επικριτική έκθεση, γραπτή ή προφορική, τών παραπτωμάτων ή τών αδυναμιών ενός ατόμου … Dictionary of Greek
παραβάτης — ο, θηλ. παραβάτις, ΝΜΑ, παλαιός αττ. τ. παραιβάτης, θηλ. παραιβάτις, λυρ. τ. παρβάτης, Α [παραβαίνω] 1. πρόσωπο που παραβιάζει, που παραβαίνει, που δεν εκτελεί κάτι («είναι παραβάτης τού νόμου») 2. επίορκος απέναντι στον Θεό, αμαρτωλός, ασεβής 3 … Dictionary of Greek
υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek
Πούσκιν, Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς — (Μόσχα 1799 – Πετρούπολη 1837). Pώσος συγγραφέας. Απόγονος, από την πλευρά του πατέρα του, παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας και, από την πλευρά της μητέρας του, του περίφημου αράπη του Μεγάλου Πέτρου (του Αβησσυνού Αννίβα, τον οποίο προστάτευσε … Dictionary of Greek
Σο, Τζορτζ Μπέρναρντ — (Shaw, Δουβλίνο 1856 – Άγιοτ Σεντ Λόρενς, Χέρφορντσαϊρ 1950). Ιρλανδός κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός και μουσικός κριτικός και διηγηματογράφος. Μετά την εγκατάσταση του στο Λονδίνο το 1876, ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1884… … Dictionary of Greek